Η γεωγραφική θέση του Λυγουριού, οι πανέμορφες τοποθεσίες σε συνδυασμό με τα αρχαία και νεότερα μνημεία του, το αναδεικνύουν σε χώρο μοναδικής αξίας.
Περίπου 50 εκκλησίες και ξωκλήσια, από τα οποία τα 12 της εποχής του Βυζαντίου, περιβάλλουν το Λυγουριό και τους οικισμούς του για να το προφυλάσσουν σύμφωνα με το μύθο από τους εχθρούς και τους εισβολείς.
Στο υψηλότερο σημείο του είναι ευδιάκριτα τα τείχη της αρχαίας Λήσσας, η Μυκηναϊκή γέφυρα, η αρχαία Πυραμίδα και το αρχαίο περιπατητικό μονοπάτι του ιερού του Ασκληπιού προς Λυγουριό και Επίδαυρο.
Η ύπαρξη του Αρχαίου Θεάτρου έχει δημιουργήσει στους κατοίκους του Λυγουριού μια αγάπη προς την Τέχνη και τον πολιτισμό, κάτι το οποίο φαίνεται και από την πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα που παρουσιάζει κατά τη διάρκεια του έτους.
Τους καλοκαιρινούς μήνες το Λυγουριό αποτελεί κέντρο συνάντησης. Περισσότεροι από 1.000.000 άνθρωποι που επισκέπτονται το Ιερό του Ασκληπιού και το Αρχαίο Θέατρο προκειμένου να παρακολουθήσουν το Φεστιβάλ Επιδαύρου, καταλήγουν στο Λυγουριό.
Οι κάτοικοι ασχολούνται με την καλλιέργεια ελιάς, βερίκοκων, κηπευτικών προϊόντων. Επίσης αναπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία.
Το Λυγουριό φημίζεται για το αγνό, παρθένο ελαιόλαδο για το οποίο έχει κατοχυρώσει και Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π) με απόφαση της ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στα όρια του Δήμου μας μεγάλη είναι και η έκταση των βιολογικά καλλιεργούμενων . ελαιοδέντρων.
Ο πληθυσμός του Δημοτικού Διαμερίσματος Λυγουριού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι οικισμοί Άγιος Ανδρέας, Γιαννουλέικα, Κοκκινάδες, Σπηλεία, Σταματέικα, Χάνι Μερκούρη, Χουνταλέικα, ανέρχεται σε 3.131 κατοίκους.

Η Θέση
Το Λυγουριό, ακμάζουσα κωμόπολη του Νομού Αργολίδας, βρίσκεται 24 χλμ. ΒΑ του Ναυπλίου, πρωτεύουσας της ομώνυμης επαρχίας και του Νομού Αργολίδας, και είναι ο πλησιέστερος οικισμός προς το Ιερό του Ασκληπιού, καθώς απέχει απ’ αυτό μόλις 2,5 χλμ.
Χτισμένο αμφιθεατρικά στη νότια πλευρά του χαμηλού λόφου τ’ Άη-Ταξιάρχη, ακουμπάει το χωριό με πρόσωπο προς το νοτιά και στη μικρή πεδιάδα που απλώνεται μπροστά του. Πίσω του το όρος Αραχναίο – ο Αρνάς για τους ντόπιους – ορθώνει προστατευτικά τον σκυθρωπό, άδεντρο πετρόκορμό του περιορίζοντας κάπως την ορμή των βορινών ανέμων.
Η περιοχή του Λιγουριού, ημιορεινή με δύο μικρές πεδιάδες, αυτή του Λιγουριού και την άλλη του Γερού, καταλαμβάνει έκταση 29.800 χλμ.2 καλλιεργημένης και καλλιεργήσιμης γης, ενώ διπλάσια σχεδόν είναι τα ακαλλιέργητα εδάφη κι όσα μπορούν να χαρακτηριστούν βοσκοτόπια. Κατά την β’ βενετοκρατία η περιοχή του χωριού μαζί με το Bulmeti και τα γύρω ζευγολατιά κάλυπτε συνολική επιφάνεια 19.190 βενετικών στρεμμάτων, από τα οποία τα 7.930 χαρακτηρίζονταν ως καλλιεργημένη γη, τα 457 αμπέλια, 7.051 βοσκοτόπια και τα υπόλοιπα 3.751 ως πετρώδη και άγονα εδάφη.
Η βλάστηση του τόπου είναι φτωχή, χαμηλή, θαμνώδης, με μοναδικούς πνεύμονες φυσικής ομορφιάς που σπάνε την κουραστική μονοτονία της περιοχής, το απέριττο αλλά μαγευτικό τοπίο του Ασκληπιείου και τον μικρό πευκώνα του Άη-Γιώργη.

Το όνομα
Η μοναδικότητα του τοπωνυμίου, το οποίο απαντάται μόνο στην Αργολίδα, και το δυσερμήνευτο έως σήμερα της προέλευσής του έχει κατά καιρούς απασχολήσει έλληνες ιστορικούς και γλωσσολόγους, αλλά και τοπικούς λόγιους κι έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες: κάποιες αφελείς και απλοϊκές (από τις πολλές λιγαριές, από τους Λίγυρες, από το λιγερός, από τη λιγούρα)· κάποιες άλλες σοβαροφανείς ή σοβαρές αλλά ανιστόρητες (από την αρχαία λέξη ελαιουργείον ή – γιατί όχι; – από το λυγκούριον ή λιγγούριον, που σημαίνει ένα είδος πολύτιμου λίθου, ή ακόμα από τη λέξη λιγυρός που σημαίνει τον ευκρινή, τον ηχηρό). Μολονότι κάποιες από τις παραπάνω ετυμολογήσεις φαίνεται να συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες, εντούτοις επιστημονικά καμία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η επίσημη εκδοχή γιατί δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές μαρτυρίες.
Άγνωστο επίσης είναι πότε το χωριό έλαβε τη σημερινή του ονομασία. Η παλαιότερη γραπτή μνεία του τοπωνυμίου Ligourio ή Legorie είναι σε έγγραφο του 1365. Έναν αιώνα αργότερα σε βενετσιάνικο έγγραφο του 1465 μαρτυρείται ξανά το όνομα: «uno castello chiamato Legurio».
Από τον 16ο αιώνα κι εξής πληθαίνουν οι μαρτυρίες για την ύπαρξη του χωριού με το όνομα Λιγουριό με τις αναμενόμενες φυσικά παραφθορές λόγω των ξένων κυριαρχιών. Έτσι, σε οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1520-1566, του 1645 και του 1718 το χωριό καταγράφεται ως Λυγκουριός ή Λικούρι, ενώ σε βενετικό έγγραφο του 1542 απαντάται το επώνυμο Liguriatis da Napoli di Romania.
Τέλος, από τον 17ο αιώνα έχουμε δύο μαρτυρίες, η μία από επιγραφή του 1622 στην είσοδο του Αγ. Αθανασίου, «… ής τόπο λεγόμενο Λεγουρήου» και η άλλη από την βενετική εκκλησιαστική απογραφή του 1969, όπου αναφέρεται ότι η μονή του Αγ. Μερκουρίου βρίσκεται στο «πλησίον χωριόν Λεγουρίου».
Η αδιάκοπη ύπαρξη του τοπωνυμίου Λιγουριό, αποδιδόμενο στην παλιά ή στη νέα θέση του οικισμού, μαρτυρημένη τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, σημαίνει αφενός την αδιάκοπη κατοίκηση του τόπου και αφετέρου την ανθεκτικότητα του ονόματος στις όποιες ξένες κυριαρχίες και επελάσεις (φράγκοι, βενετοί, οθωμανοί, αλβανοί).

Διοικητικά – Δημογραφικά
Από το 1833 έως το 1840 το Λυγουριό είναι η πρωτεύουσα του Δήμου Λήσσης (Γ’), στον οποίο ανήκουν τα χωριά Αδάμι και Κορώνι και οι μονές Καλαμίου και Αγ. Μερκουρίου.
Από το 1840 έως το 1869 ο Δ. Λήσσης συγχωνεύεται με τον Δ. Επιδαύρου με την επωνυμία του δεύτερου και πρωτεύουσα τη Νέα Επίδαυρο, ενώ στη δικαιοδοσία του περιλαμβάνονται πλην των άνω και οι: Παλ. Επίδαυρος, Μονή Ταξιαρχών, Μονή Αγνούντος, Δήμαινα, Μύλοι Π. Επιδαύρου, Αγ. Νικόλαος, Μπουλμέτι, Παλαιό Λυγουριό, Ιερό.
Το 1869 ο ενιαίος Δήμος διαιρείται και σχηματίζεται ξανά ο Δ. Λήσσης με πρωτεύουσα και όρια αυτά του 1863.
Το 1875 έχουμε νέα συνένωση των Δήμων Λήσσης και Επιδαύρου σε ενιαίο Δήμο όπως την περίοδο 1840-1869 αλλά αναβαθμισμένο (Β’ τάξη).
Το 1878 γίνεται ανάκληση του Διατάγματος του 1875 και οι Δήμοι ξεχωρίζουν επανερχόμενοι στην προηγούμενη διοικητική τους κατάσταση.
Το 1893 ο Δ. Λήσσης μετονομάζεται σε Δήμο Ασκληπιείου με πρωτεύουσα το Λυγουριό.
Το 1908 ο Δ. Ασκληπιείου προάγεται στην Β’ τάξη και στη διοικητική του περιφέρεια ανήκουν τα: Λυγουριό, Αδάμι, Αγ. Νικόλαος, Ιερό Ασκληπιού, Καλάμι, Κορώνι, η διαλυμένη Μονή Αγ. Μερκουρίου, Κοκκινάδες, Σταματέικα, Χουνταλέικα.
Το 1912 με τον Νόμο «Περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων», ο Δήμος μετασχηματίζεται στην Κοινότητα Λυγουριού και στην Κοινότητα Αδαμίου.
Το 1971 στην Κοινότητα Λυγουριού υπάγονται ως νέοι οικισμοί τα Ρουσβανέικα, το Χάνι του Μερκούρη και ο Αγ. Ανδρέας.
Το 1962 με γνωμοδότηση του Συμβουλίου Τοπωνυμιών ο οικισμός γίνεται Λυγούριον αντί Λυγουριόν.
Το 1993 η Κοινότητα Λυγουριού αναβαθμίζεται σε Δήμο και γίνεται Δήμος Ασκληπιείου στον οποίο ανήκουν οι οικισμοί : Λυγουριό, Άγιος Ανδρέας,, Αναστασοπουλέικα, Ασκληπιείο Επιδαύρου, Γιαννουλέικα, Κοκκινάδες,, Κορώνι, Ρουσβανέικα, Σπηλεία, Σταματέικα, Χάνι Μερκούρη, Χουνταλέικα, και Χρυσοσπηλιώτισσα.
Ως προς το δημογραφικό ανάπτυγμα του Λιγουριού τα στοιχεία που έχουμε είναι εντελώς αποσπασματικά για πριν τον 19ο αι. και μόνο ως ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν. Έτσι, στο α’ μισό του 16ου αι. το Λυγουριό έχει 50 φορολογούμενες οικογένειες και 7 άγαμους, ενώ στα μέσα του 17ου αι. έχουν μειωθεί στις 35 οικογένειες.
Ακριβέστερα και αναλυτικότερα είναι τα δημογραφικά δεδομένα του Λιγουριού και της περιοχής του στην βενετσιάνικη απογραφή του 1704: 121 οικογένειες και 381 σπίτια από τα οποία τα 206 είναι αχυροσκεπή.
Στον 19ο αι. τα στοιχεία πυκνώνουν:
1828: Το Λυγουριό χαρακτηρίζεται κεφαλοχώρι και μαζί με το Καλάμι και τον Αγ. Νικόλαο έχει 300 χριστιανούς κατοίκους και 47 σπίτια χριστιανικά και 27 πρώην Τουρκικά.
1830: Η κωμόπολη Λιγουριού έχει 70 οικογένειες και είναι το δεύτερο σε μέγεθος χωριό της επαρχίας Ναυπλίου μετά το Τουρνίκι (80 οικογ.).
1834: 344 κάτοικοι
1870: 1.157   »
1879: 864      »
1886: 170 οικογένειες
1889: 1.300 κάτοικοι
1890: 1.300   »
1896: 1.275   »
1907: 1.705   »
1961: 2.667   »        με τους γύρω συνοικισμούς
1971: 2.473   »                              »
1981: 2.841   »
1991: 2.918   »
2001: 3.131   »

Ιστορία – αρχαιολογία
Η ιστορία του Λιγουριού από την αρχαιότητα έως τα νεώτερα χρόνια ακολουθεί την τύχη και εντάσσεται στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου. Γνώρισε τη φράγκικη, την βενετσιάνικη και την οθωμανική κατοχή αλλά ούτε διαφοροποιήθηκε ούτε αναδείχτηκε για κάποια ξεχωριστή πράξη.
Στο διάβα των αιώνων την αδιάκοπη παρουσία κατοίκων στην περιοχή του Λιγουριού μαρτυρούν τα σωζόμενα μνημειακά λείψανα των καιρών εκείνων:
Στο δρόμο από το Ναύπλιο προς το Λυγουριό και στην περιοχή Καζάρμα σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση το ένα από τα 3 αρχαιότερα στην Ευρώπη λίθινα γεφύρια της μυκηναϊκής περιόδου (1.400-1.200 π.χ.)· βρίσκονται και τα 3 στην Αργολίδα.
Λείψανα από τα τείχη της ακρόπολης της αρχαίας Λήσσας σώζονται στη θέση που με βεβαιότητα σχεδόν μπορεί να οριστεί σήμερα περίπου στο 8ο χλμ. του δρόμου Ναυπλίου-Λιγουριού, στο σημείο όπου πριν από μερικές δεκαετίες ανεσκάφη αρχαίος βασιλικός τάφος.
Ίχνη από συγκρότημα λουτρών της όψιμης ρωμαϊκής περιόδου βρέθηκαν κατά τις εκσκαφικές εργασίες σε οικόπεδο κοντά στον Αγ. Ιωάννη Ελεήμονα στην ανατολική πλευρά του χωριού.
Στη θέση Στρόφιλο κοντά στην εκκλησία της Αγ. Μαρίνας βρίσκονται τα ερείπια της «πυραμίδας» του Λιγουριού, που την αναφέρει και ο Παυσανίας. Η χρονολόγηση και η χρήση του κτίσματος αποτέλεσε αντικείμενο αντεγκλήσεων και εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων μεταξύ των αρχαιολόγων (ελλήνων και ξένων) με επικρατέστερη την άποψη ότι πρόκειται για κτίσμα όχι παλαιότερο από τα τέλη του 4ου αι. π.χ., το οποίο χρησίμευε ως φυλάκιο για τον έλεγχο των διερχομένων από το δρόμο που οδηγούσε από το Άργος στην Επίδαυρο.
Η περιοχή του Παλιγουριού στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς του Αραχναίου είναι κατάσπαρτη από λείψανα που μαρτυρούν έντονη κατοίκηση από την μυκηναϊκή εποχή (Κάστρο, λαξευτοί στο βράχο δωματιόσχημοι τάφοι), την αρχαιότητα (ερείπια ναού της Ήρας) και τους μεσαιωνικούς χρόνους (εκκλησίες).
Η παλαιά κωμόπολη βρισκόταν βορειανατολικά του Κάστρου και είναι άγνωστο πότε και κάτω από ποιες συνθήκες – μάλλον βίαιες – εγκαταλείφθηκε ο παλαιός εκείνος οικισμός και οι κάτοικοι του πανδημεί ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στη σημερινή θέση. Τούτο πάντως θα πρέπει να υποθέσουμε ότι συνέβη στα νεώτερα χρόνια κατά την περίοδο της πρώτης τουρκοκρατίας και ότι η οικιστική μεταβολή της περιοχής είχε ήδη συντελεστεί πολύ πριν από την β’ βενετοκρατία, όπως αποδεικνύεται από τεκμήρια της εποχής. Συγκεκριμένα, στο βενετικό κτηματολόγιο (1704) της περιοχής του Λιγουριού η τοπογραφική εικόνα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: villa Ligoriò σημειώνεται στη σημερινή θέση του χωριού· βόρεια και στο σημείο ακριβώς που περνάει η συνοριογραμμή της περιοχής σημειώνεται το τοπωνύμιο Paleò Ligoriò δίχως ενδείξεις οικισμού, ενώ νοτιοδυτικά σημειώνεται ο οικισμός villa Bulmeti.
Στην τοπική παράδοση επιβιώνουν δύο εξηγητικοί μύθοι σχετικά με την μεταφορά του χωριού από την παλαιά στη νέα του θέση. Ο πρώτος κινείται στην γραμμή των παραδόσεων που είναι κοινές για πολλές μεταθέσεις οικισμών σε όλη την Ελλάδα. Η παράδοση, λοιπόν, λέει ότι την εποχή των Σταυροφοριών, μια ομάδα από Λίγυρες σταυροφόρους εστασίασαν και κατέφυγαν για να κρυφτούν κάπου στην περιοχή του Ασκληπιείου· εκεί που ρίζωσαν έδωσαν τ’ όνομά τους και με τα χρόνια εξαπλώθηκαν στην περιοχή κι έφτιαξαν κι άλλα χωριά, αλλά το μεγαλύτερο ήταν εκεί που σήμερα το λένε Παλυγουριό. Κάποτε, όλα αυτά τα χωριά αποφάσισαν να συνενωθούν αλλά δεν συμφωνούσαν πού θα ήταν το πλέον κατάλληλο μέρος για να χτιστεί το νέο χωριό.
Κάποιος τότε, για να βγουν από το αδιέξοδο, πρότεινε το εξής: Αφού σφάξουν ένα αρνί να το τεμαχίσουν στα 4 και να αφήσουν από ένα κομμάτι σε 4 διαφορετικά σημεία, τα επικρατέστερα από τα προτεινόμενα· το μέρος, στο οποίο τελευταία θα μαζεύονταν τα κοράκια για να φάνε το κρέας, αυτό θα ήταν το ενδεδειγμένο. Και τα κοράκια έφτασαν τελευταία στο κομμάτι που είχαν αφήσει στο λόφο του Άη-Ταξιάρχη, που θα πει ότι εκεί το κρέας σάπισε τελευταίο, μ’ άλλα λόγια ότι το μέρος αυτό είχε το καλύτερο, το υγιεινότερο κλίμα. Έτσι χτίστηκε το σημερινό Λυγουριό.
Σε εντελώς διαφορετική γραμμή, πιο κοντά όμως σε μια ιστορική αλήθεια, κινείται ο άλλος εξηγητικός μύθος της μετοικεσίας – κι αυτός πάντως καθόλου πρωτότυπος: Πολύ παλιά το Λυγουριό – εκεί που τώρα το λένε Παλυγουριό – ήτανε χωριό τρανό με το κάστρο και τις εκκλησίες του και με ευτυχισμένους κατοίκους. Η τύχη όμως τους φθόνησε και το κακό δεν άργησε να τους βρει. Έτσι, μια χρονιά στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, όταν όλοι βρίσκονταν στην εκκλησία, τους επιτέθηκαν πειρατές ορμώντας από τα Πίδαυρα (Π. Επίδαυρο)· τους αιφνιδίασαν, έσφαξαν πολλούς, κατέστρεψαν τα σπίτια τους και λεηλάτησαν το βιός τους. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν από την πειρατική λαίλαπα έφυγαν για πάντα από τον τόπο τους κι ακόμα πιο μακριά από τη θάλασσα κι ήρθαν κι έφτιαξαν το νέο τους χωριό στο σημερινό Λυγουριό.
Ο πρώτος μύθος αναφέρεται στο όντως υγιεινό κλίμα της περιοχής, ενώ ο δεύτερος στη βίαιη και ολοκληρωτική ερήμωση του Παλιγουριού.
Πίσω στα μνημεία του Λιγουριού. Στην περιοχή σώζονται ίχνη από 7 ερειπωμένες παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, ενώ μέσα κι έξω από τον οικισμό αξιόλογοι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί: ο Αγ. Ιωάννης Ελεήμων (Αγ. Κωνσταντίνος) στο ΝΑ άκρο του οικισμού είναι ο παλαιότερος της περιοχής, χρονολογημένος στα τέλη του 11ου αι. Τρία περίπου χιλιόμετρα έξω από το Λυγουριό στον παλιό δρόμο προς την Π. Επίδαυρο βρίσκεται ο Αγ. Ιωάννης Θεολόγος, τμήματα της τοιχοδομής του οποίου ανήκαν στο α’ μισό του 11ου αι., ενώ ο σημερινός ναός είναι πιθανόν κτίσμα της β’ βενετοκρατίας (1685-1715).
Στη μεταβυζαντινή περίοδο ανήκει επίσης ο κατάγραφος ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσα) στην παλιά πλατεία του χωριού, κτίσμα του 1701. Στις παρυφές ΒΔ του χωριού βρίσκεται η Αγ. Μαρίνα με τοιχογραφίες των αρχών του 18ου αι., ενώ στην τοιχοδομή της έχουν ενσωματωθεί ενδιαφέροντα μέλη προερχόμενα από αρχαίους ναούς. Η μικρή βασιλική του Αγ. Αθανασίου στην κορυφή μικρού λόφου ΝΔ του Λιγουριού μαρτυρείται από επιγραφή στην είσοδο του ναού ότι η ανακαίνιση ολοκληρώθηκε στις 6-8-1622.
Ας αναφέρουμε ακόμα τον Αγ. Μερκούριο, παλιό μοναστήρι από τον 17ο αι., κρυμμένο σε χαράδρα στη θέση Αυλός 5 χλμ. νότια του Λιγουριού, με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και στο Κορώνι την Κοίμηση της Θεοτόκου, μικρή βασιλική μεταξύ του 17ου και του 18ου αι.
Ενοριακός ναός του χωριού είναι από το 1920 η Αγ. Τριάδα, ενώ αρκετές ακόμα μικρές εκκλησίες και ξωκκλήσια, κτίσματα του 19ου και του 20ου αι. υπάρχουν διάσπαρτα στην περιοχή του Λιγουριού.
Η κορωνίδα όμως ανάμεσα σ’ όλες τις αρχαιότητες της περιοχής είναι αναμφίβολα το Ιερόν του Ασκληπιού, 2,5 χλμ. περίπου ΝΑ του Λιγουριού «επί των υπωρειών του Κυνορτίου όρους» στην περιοχή Γερό, όπως στην τοπική προφορική παράδοση αποκαλείται και μάλιστα από παλιά σύμφωνα με μαρτυρία του 1669.
Το Ιερό του Ασκληπιού, τόπος πολλαπλών χρήσεων, λατρείας, ίασης, αθλητικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, με πλούσιο κτηριακό πλέγμα που απλώνεται στο μικρό λεκανοπέδιο ανάμεσα στα χαμηλά βουνά Τίτθιο (Θεόκαυστο) και Κυνόρτιο, ξεκίνησε να λειτουργεί ως επίσημο κρατικό Ιερό της Επιδαύριας χώρας τον 6ο αι. π.χ. και λειτούργησε για μια περίπου χιλιετία έως το 426 μ.Χ. Η ιστορία του όμως ξεκινάει τουλάχιστον από τα μέσα της δεύτερης π.Χ. χιλιετίας και οι παλαιότερες μαρτυρίες μιλούν για το κοινό Ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα και του Ασκληπιού.
Η πρώτη περίοδος ακμής του Ασκληπιείου είναι ο 5ος και 4ος αι. π.Χ., οπότε το Ιερό αποκτά μεγάλη φήμη και συρρέει εκεί πλήθος κόσμου προσδίδοντάς του δόξα και πλούτη. Τότε (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.) ο χώρος στολίζεται με λαμπρά κτηριακά συγκροτήματα: Θόλος, Εγκοιμητήριο (Άβατο), Στάδιο, Γυμνάσιο, Ωδείο, Λουτρά, Ναοί και Ιερά και φυσικά το λαμπρότερο όλων, το Θέατρο. Έργο του γλύπτη κι αρχιτέκτονα Πολύκλειτου του Νεώτερου, το θέατρο ιδρύεται στα τέλη του 4ου αι. στη δυτική πλαγιά του Κυνόρτιου όρους· είναι χωρητικότητας 14.000 περίπου θέσεων κι έγινε ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο για την μοναδική κι απαράμιλλη ακουστική του.
Η δεύτερη περίοδος ακμής του Ασκληπιείου σημειώνεται στα ρωμαϊκά χρόνια κατά τον 2ο αι. μ.Χ. με εκτεταμένη ανοικοδόμηση και νέα άνθηση των εκδηλώσεων. Έτσι, στο χώρο αυτό, πριν οριστικά σιγήσει κάθε φωνή, συνυπήρξε αρμονικά η αρχαία ειδωλολατρική με τη νέα χριστιανική λατρεία, όπως μαρτυρούν τα ερείπια μεγάλης βασιλικής εκκλησίας βόρεια και οι ειδωλολατρικοί τάφοι της όψιμης αρχαιότητας νότια του Ιερού.
Βορειοδυτικά του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται αρχαίο λατομείο αμμωνιτών (απολιθωμένα όστρακα), που θεωρείται μνημείο της φύσης σε παγκόσμιο επίπεδο
Ο χώρος άρχισε να ανασκάπτεται επί αγρών, που δώρισαν Λυγουριάτες – ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων της περιοχής. Για το σκοπό αυτό μάλιστα, έχει συνταχθεί το με αριθμό 250 και με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1879, ημέρα Δευτέρα στο Λυγουριό συμβολαιογραφικό έγγραφο « παραιτήσεως δικαιωμάτων υπέρ της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας », ενώπιον του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Επιδαύρου Νικολάου Διονυσιάντου.
Η ανασκαφή ξεκίνησε  το 1881 από τον Παναγή Καββαδία, ενώ το αναστηλωτικό έργο των μνημείων της περιοχής ξεκίνησε το 1984 με την επίβλεψη του καθηγητή Βασίλη Λαμπρινουδάκη.
Από την όψιμη τουρκοκρατία σώζονταν στο Λυγουριό μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια 3 «πύργοι», προφανώς κατοικίες του εκάστοτε μπέη που έδρευε στο χωριό.
Στα χρόνια της Επανάστασης το Λυγουριό αντιπροσωπεύτηκε επάξια στον κοινό αγώνα, αφού ανάμεσα στους αρχηγούς των στρατιωτικών σωμάτων που έλαβαν μέρος στην β’ πολιορκία και κατάληψη του Παλαμηδιού τον Μάη του 1821 ήταν και οι λιγουριάτες Αναγνώστης Αναστασόπουλος και Μήτρος Λιατόπουλος (ή Λιάτας).
Όταν την άνοιξη του 1828 φοβερή επιδημία πανώλης έπληξε το Μοριά, από τα πρώτα χωριά που επλήγησαν ήταν και το Λυγουριό. Σύμφωνα με αρχειακές μαρτυρίες κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο πέθαναν 12 άτομα από την περιοχή, ενώ άλλους τρεις ασθενείς οι υγειονομικές υπηρεσίες αναγκάστηκαν με την βία και με τη βοήθεια φρουράς να τους μεταφέρουν στο Άργος για νοσηλεία, επειδή οι κάτοικοι αρνούνταν να συγκατατεθούν στην μεταφορά τους. Λόγω του αποκλεισμού του χωριού εξαιτίας της μόλυνσής του, ελήφθη μέριμνα από την κυβέρνηση για τη σίτιση των κατοίκων.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή όχι μόνο συμμετείχε ενεργά αλλά πλήρωσε και το φόρο αίματος με τη θυσία δικών της παιδιών στο αλβανικό μέτωπο.
Οικονομία
Το ήπια ορεινό έδαφος της περιοχής με τους μικρούς πεδινούς θύλακες και την εδαφική ποικιλία, το στεγνό και εύκρατο κλίμα προσφέρεται κατεξοχήν για την ευδοκίμηση γεωργικών καλλιεργειών και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
Η παλαιότερη μαρτυρία για την οικονομία της περιοχής προέρχεται από οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του α’ μισού του 16ου αι. Εκεί φαίνεται ότι στο Λυγουριό ευδοκιμούν σιτηρά, όσπρια, εσπεριδοειδή, κηπευτικά, κρασί, λάδι, εκτρέφονται χοίροι και υπάρχει περιορισμένη μελισσοκομία. Αξιοπαρατήρητο είναι ότι η παραγωγή λαδιού είναι ασήμαντη σε σχέση με τα σιτηρά και το κρασί.
Στη βενετική απογραφή του 1704 η αμπελοκαλλιέργεια καταλαμβάνει 457 βενετικά στρέμματα, ενώ η έκταση που προσφέρεται για ποικίλες άλλες καλλιέργειες είναι 7.930 βεν. στρ. Καταγράφονται ακόμα 500 πρόβατα, 250 γίδια, 30 βοοειδή και 180 κυψέλες μελισσών. Από τα δέντρα μόνο 62 ελιές, 30 αχλαδιές, 20 συκιές και 8 ροδιές. Η εικόνα που έχουμε λοιπόν από τον 16ο και ως τις αρχές του 18ου αι. μας αποκαλύπτει ότι πρόκειται για μια περιοχή κάθε άλλο παρά ελαιοπαραγωγό, αφού τα σιτηρά και τα αμπέλια είναι οι καλλιέργειες που υπερτερούν.
Η εικόνα φαίνεται πως θα αλλάξει μέσα στη β’ τουρκοκρατία κι έτσι λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση σε απογραφή του 1828 στην περιοχή Λιγουριού υπάρχουν 3.600 ελαιόδεντρα πρώην τουρκικής ιδιοκτησίας και 2.960 χριστιανικά, ενώ η αμπελοκαλλιέργεια έχει υποχωρήσει στα 200 περίπου στρέμματα.
Προς τα τέλη του 19ου αι. (1885) σύμφωνα πάντα με τις πηγές η παραγωγή του Λιγουριού σε γεωργικά προιόντα ήταν: 132.000 οκάδες σιτάρι, 110.000 οκ. κριθάρι, 76.000 οκ. κρασί, 30 οκ. ρεβύθια, 26.000 οκ. λάδι, 6.000 οκ. κουκιά και 2.000 οκ. λαθούρια.
Στον 20ο αι. ένα νέο προϊόν θα έρθει να προστεθεί στις βασικές καλλιέργειες της περιοχής, ο καπνός, ενώ σταδιακά υποχωρούν τα σιτηρά και το λάδι αποκτά την πρωτοκαθεδρία. Είναι ενδεικτικό ότι μέσα στον 20ο αι. δημιουργήθηκαν κατά καιρούς στο Λυγουριό και λειτούργησαν 39 ιδιωτικά ελαιοτριβεία και 2 συνεταιρικά.
Μια άλλη πηγή εισοδήματος για το χωριό υπήρξε η μετανάστευση των νέων. Το πρώτο κύμα λιγουριατών μεταναστών ξεχύθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. με προορισμό τον Καναδά και λιγότερο την Β. Αμερική, και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησε το δεύτερο κύμα επίσης προς την ίδια κατεύθυνση αλλά τώρα και προς την Αυστραλία, έστω και περιορισμένα.
Στη δεκαετία του 1950, εξάλλου, μια άλλη εισοδηματική πηγή ήρθε ανέλπιστα να ενισχύσει την οικονομία του τόπου και να παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της οικονομικής και πολιτιστικής φυσιογνωμίας της τοπικής κοινωνίας: Η επίσημη έναρξη των Επιδαυρίων το καλοκαίρι του 1955 και η καθιέρωσή τους ως μέγιστο καλλιτεχνικό γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας έβγαλε το χωριό στον κόσμο και άνοιξε νέους ορίζοντες για τους κατοίκους του.
Έτσι, από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. οι παραδοσιακές καλλιέργειες της περιοχής (σιτηρά, κρασί, καπνός) εγκαταλείπονται, ώστε σήμερα να έχουν παντελώς εκλείψει και μόνο η ελαιοκαλλιέργεια παρουσιάζει αυξητική τάση, ενώ έχει βελτιωθεί κατά πολύ η ποιότητα, λόγω σμίκρυνσης του χρόνου συγκομιδής – έκθλιψης με αποτέλεσμα να παράγεται εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο άριστης ποιότητας, που έχει κατοχυρωθεί με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( ΦΕΚ 871/τ.Β΄/26-11-93).
Επίσης πολλοί ελαιοπαραγωγοί της περιοχής έχουν στραφεί στη βιοκαλλιέργεια της ελιάς με τάση συνεχώς αυξανόμενη, αφού προς τα εκεί οδηγεί και το μέλλον της γεωργίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο μεταξύ νέα βιοποριστικά επαγγέλματα, βιοτεχνία, τουρισμός, υπηρεσίες, αναπτύσσονται ταχύτατα μετασχηματίζοντας έτσι το Λυγουριό από αγροτικό χωριό σε αστικοποιημένο επαρχιακό πόλισμα.

Close Search Window
Μετάβαση στο περιεχόμενο